-
1 κύπελλο
[кипэлло] ουσ. о. кубокΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κύπελλο
-
2 кубок
кубок м το κύπελλο· розыгрыш \кубокка о αγώνας για το κύπελλο* * *мτο κύπελλοро́зыгрыш ку́бка — ο αγώνας για το κύπελλο
-
3 кубок
-бка α.1. κύπελλο, κούπα.2. κύπελλο (έπαθλο). -
4 плюска
бот. το κύπελλο, η (ξυλώδης και αγκαθωτή) θήκη μερικών καρπών (π.χ. των βαλανιδιών, φουντουκιών, καστανιών κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плюска
-
5 чашка
1. тех. το δοχείο 2. (для питья) η κούπα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чашка
-
6 бокал
бокалм τό ποτήρι, τό κύπελλο[ν]:поднимать \бокал за кого-л. (προ)πίνω στήν ὑγεία κάποιου. -
7 кружка
кружкаж1. τό κύπελλο[ν], ἡ κοῦπα:\кружка пива τό ποτήρι μπύρας·2. (для сбора денег) ὁ κουμπαράς. -
8 кубок
кубокм τό κύπελλο[ν]. -
9 переходящий
переходящий1. прич. от переходить-2. прил:\переходящий ку́бок τό ἐπαμειβόμενο κύπελλο. -
10 чарка
чаркаж τό κύπελλο[ν]. -
11 кружка
[κρούζκα] ουσ. θ. κύπελλο, κούπα -
12 кубок
[κούμποκ] ουσ. α κύπελλο -
13 кружка
[κρούζκα] ουσ θ κύπελλο, κούπα -
14 кубок
[κούμποκ] ουσ α κύπελλο -
15 бокал
-а α.κύπελλο, κρασοπότηρο, ποτήρι•поднимать бокал υψώνω το ποτήρι (πίνω στην υγεία).
-
16 круговой
-
17 кружка
-и θ.1. κύπελλο•алюминиевая кружка αλουμινένιο κύπελο.
2. κουμπαράς. -
18 переходящий
επ. από μτχ.1. περί ερχόμενος, μεταβιβαζόμενος επαμειβόμενος•-ее кроеное знамя η επαμειβόμενη κόκκινη σημαία•
переходящий кубок то επαμειβόμενο κύπελλο.
2. εναλλασσόμενος. -
19 плюска
-и θ.το κύπελλο μερικών, καρπών (βαλανιδιών, κάστανων κλπ.). -
20 ставец
-вца κ. -вца α. (παλ. κ. διαλκ.).1. κύπελλο, τάσι, τσάσκα.2. βλ. поставец.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κύπελλο — Αγγείο σε σχήμα κάλυκα άνθους, με λαβές ή χωρίς λαβές, με κυκλικό στόμιο και πόδι. Αντικείμενο πανάρχαιο, γνωστό από τη νεολιθική εποχή, εμφανίζεται σε ανεπτυγμένη μορφή στον μινωικό και κυρίως στον μυκηναϊκό πολιτισμό, οπότε δημιουργήθηκαν… … Dictionary of Greek
κύπελλο — το 1. ποτήρι. 2. έπαθλο αγώνων. 3. ξυλώδες περίβλημα του καρπού πολλών φυτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυπελλώνω — [κύπελλο] (μεταλργ.) κάνω κυπέλλωση … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
κυπελλοφόρα — Άλλη ονομασία της οικογένειας των φυγιδών (fagaceae), η οποία περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά με χαρακτηριστικούς καρπούς, που περιβάλλονται από ιδιόμορφο περίβλημα, το κύπελλο. Στα κ. υπάγονται όλα τα είδη βελανιδιάς (γένος Querqus) –τα κύπελλα… … Dictionary of Greek
κυπελλοφόρος — α, ο (Α κυπελλοφόρος, ον) νεοελλ. βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κυπελλοφόρα τα φυτά τών οποίων ο καρπός περιβάλλεται με κύπελλο αρχ. 1. αυτός που μεταφέρει κύπελλα 2. αυτός ο οποίος προσφέρει σε κάποιον κύπελλο («Ἥφαιστος κυπελλοφόρος γίνεται… … Dictionary of Greek